νεοαρκτικός

νεοαρκτικός
-ή, -ό [αρκτικός]
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη νέα αρκτική χώρα, δηλ. τη Γροιλανδία, τη Βόρεια Αμερική και το Βόρειο Μεξικό, ή αυτός που προσιδιάζει στη γεωγραφική αυτή περιοχή
2. φρ. α) «νεοαρκτική υποπεριοχή» — ζωογεωγραφική περιοχή που περιλαμβάνει τη Βόρεια Αμερική μέχρι τις στέπες που εκτείνονται στα βόρεια τού Μεξικού
β) «νεοαρκτική πανίδα και χλωρίδα» — ο ζωικός και φυτικός κόσμος τής νεοαρκτικής περιοχής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νε(ο)- — και νιο [ΑΜ νε(ο) ] α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. νέος και στον νεοελλ. τ. νιος. Δηλώνει τις σημασίες: α) τού πρόσφατου, αυτού που έχει συντελεστεί προ ολίγου (πρβλ. νεο σφαγής, νιό βγαλτος,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”